H αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκρατήσει δυνάμεις και να αυξήσει την διεισδυτικότητά του στην ελληνική κοινωνία τον οδήγησε σε μια επικοινωνιακή κίνηση που πρωτίστως απευθυνόταν στο εσωτερικό του. Mε την πρόταση δυσπιστίας, προσπάθησε να υπενθυμίσει με κάθε τρόπο ότι παραμένει στην αξιωματική αντιπολίτευση. Όμως το πραγματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν συνομιλεί με την κοινωνία.
Το προπερασμένο Σαββατοκύριακο στη Βουλή, λόγω ένδειας επιχειρημάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε σε κραυγές, συνθήματα και καταστροφολογία. Αντί να ασκήσει εποικοδομητική κριτική, όπως οφείλει να κάνει η αξιωματική αντιπολίτευση, επέλεξε, σε μία δύσκολη στιγμή για τους πολίτες, να εργαλειοποιήσει την κακοκαιρία, για να επιτεθεί στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Το αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής ήταν η επιλογή του κ. Τσίπρα να σπαταλήσει το 1/3 της ομιλίας του αναφερόμενος στον κ. Φουρθιώτη, έναν άνθρωπο που ελέγχεται από τη Δικαιοσύνη. Ο πρώην πρωθυπουργός, σε μία απόπειρα να αποπροσανατολίσει τον πολιτικό διάλογο από τα ζητήματα ουσίας, επέλεξε την παραπολιτική αντί να παρουσιάσει μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης του τόπου. Υπό αυτή την έννοια, η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας έπεσε στο κενό: ζήτησε αλλαγή κυβέρνησης χωρίς ο ίδιος να προσφέρει αξιόπιστη αντιπρόταση. Ο κ. Τσίπρας αδυνατεί να καταλάβει ότι η τοξικότητα και η καταστροφολογία που τον έφεραν στην εξουσία το 2015 δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σήμερα.
Δεν πρόκειται, όμως, για μεμονωμένο περιστατικό. Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να δυναμιτίζει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι γενικευμένη. Με την υπόθεση του κ. Πολάκη, κανείς πια δεν έχει το άλλοθι της άγνοιας. Είναι υποχρέωση όλων μας να προστατεύουμε την κοινοβουλευτική διαδικασία και τη δημοκρατία. Και είναι χρήσιμο να αντιληφθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια για νέους διχασμούς.
Έτσι, μετά την καταστροφική θητεία του στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων και στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα. Επιλέγει συνειδητά να θυσιάσει την παραγωγική και εποικοδομητική αντιπολιτευτική δράση στο βωμό της επένδυσης στην πόλωση. Και για διάθεση αυτοκριτικής ούτε λόγος. Κανείς δεν βρήκε το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη από τα πολιτικά πρόσωπα που στοχοποιήθηκαν λόγω της σκευωρίας της Novartis.
Από την άλλη πλευρά, ενώ το ΚΙΝΑΛ βρίσκεται σε μία νέα φάση, λόγω αλλαγής ηγεσίας, τα πρώτα δείγματα γραφής δείχνουν αποκαρδιωτικά. Στην ουσία, προσπαθεί να αυξήσει τα ποσοστά του αποφεύγοντας να πάρει ξεκάθαρη θέση στα μεγάλα ζητήματα. Από την πρόταση δυσπιστίας μέχρι το επεισόδιο με τον κ. Πολάκη, και την καταψήφιση της απόφασης της κυβέρνησης να δοθεί voucher 200 ευρώ στους εκπαιδευτικούς, μετεωρίζεται χωρίς να έχει συγκεκριμένο στίγμα.
Κάθε κόμμα που αλλάζει ηγεσία, διάγει μήνα του «μέλιτος» μετην κοινωνία. Όμως, κάποια στιγμή, αυτή η περίοδος τελειώνει και οι πολίτες περιμένουν καθαρό πολιτικό λόγο. Οι ίσες αποστάσεις που τηρεί για την ώρα το ΚΙΝΑΛ είναι αντιπαραγωγικές για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Στα δύσκολα ζητήματα, οι πολίτες ζητούν από τα κόμματα ξεκάθαρες απαντήσεις, ζητούν μεγάλα «ναι» και γενναία «όχι». Όλες οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται προ των ευθυνών τους.
Η κυβέρνηση και η ΝΔ έχει αποφασίσει να μην συμμετέχει στην πόλωση που προσπαθεί να καλλιεργήσει η αξιωματική αντιπολίτευση. Αταλάντευτα θα συνεχίσει το έργο της με κεντρικούς άξονες την βελτίωση των δομών και της λειτουργίας του κράτους και, ταυτόχρονα, την οικονομική ενίσχυση και τη στήριξη των πολιτών που πιέζονται από την διεθνή οικονομική κρίση.