Ο Κάρολος Ντίκενς, στο μυθιστόρημα «Όλιβερ Τουίστ», περιγράφει την σκληρή πραγματικότητα ενός ορφανού αγοριού τον 19ο αιώνα, σε μια εποχή φτώχειας και αμάθειας.
Ο σκοπός, όμως, του Ντίκενς ήταν να δείξει ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει να υπερνικά και τελικά να θριαμβεύει. Τι συμβαίνει σήμερα με τα παιδιά που διαμένουν στις δομές φιλοξενίας; Πού βρισκόμαστε ως προς το ζήτημα των ανήλικων που χρειάζονται φροντίδα και προστασία;
Στην Ελλάδα περίπου 1600 παιδιά φιλοξενούνται στα ιδρύματα. Από αυτά, μόλις το 5% πληροί τα κριτήρια για υιοθεσία, αφού έχει ξεκαθαριστεί ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ τέκνου και βιολογικής οικογένειας, γεγονός που ξεκλειδώνει ουσιαστικά τη σχετική νομική οδό. Όμως, 4 στα 10 παιδιά που ζουν στα ιδρύματα πληρούν τις προϋποθέσεις αναδοχής και περιμένουν εκείνον τον άνθρωπο που θα τα βγάλει από τη δομή και θα τα εντάξει ουσιαστικά στην κοινωνία. Με την ∆ιεθνή Σύμβαση για τα ∆ικαιώματα του Παιδιού και την επιμονή για εξατομικευμένη φροντίδα κάθε ανηλίκου που η ζωή τον αναγκάζει να βρεθεί εκτός οικογένειας, το παρελθόν φαίνεται σκληρότερο και το μέλλον καλύτερο. Ο σεβασμός στα δικαιώματα του παιδιού αποτελεί δείκτη προόδου και ανάπτυξης μιας κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναδοχή είναι ένα από τα πιο σύγχρονα εργαλεία που διαθέτει μια προηγμένη κοινωνία, για να αντιμετωπίσει τις δραματικές καταστάσεις, τις οποίες ζει άθελά του ένα παιδί. Είναι η διαδικασία που αποσκοπεί στην αποφυγή της ιδρυματοποιήσης. Άλλωστε, ποιος διαφωνεί με την άποψη ότι η ένταξη ενός παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια είναι προτιμότερη από τη διαβίωση σε κάποιο ίδρυμα;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η αρμόδια υφυπουργός Δόμνα Μιχαηλίδου έχουν δείξει εξαιρετικά αντανακλαστικά για την προώθηση αυτής της τόσο σημαντικής πράξης κοινωνικής ευθύνης. Με τρεις εμβληματικές πρωτοβουλίες, στηρίζει το θεσμό της αναδοχής, στέλνοντας το μήνυμα ότι ο καθένας μπορεί να γίνει ανάδοχος, αλλάζοντας έτσι τη ζωή ενός παιδιού, αλλά και την δική του, με μοναδική προϋπόθεση να έχει περίσσευμα καρδιάς. Η οικονομική ενίσχυση των αναδόχων, η διεύρυνση των ηλικιακών ορίων, ώστε να μπορεί να είναι επιλέξιμοι όλοι οι πολίτες ηλικίας 25-75 ετών, καθώς και η λειτουργία του ψηφιακού συστήματος αναδοχής, πολλαπλασιάζει τις ευκαιρίες των παιδιών που χρειάζονται αυτή τη φροντίδα.
Η χώρα περνάει σε σύστημα παιδοκεντρικό, όπου το κάθε παιδί μπορεί να συνδέεται με μια οικογένεια, και όχι το αντίστροφο. Αναδεικνύεται η αξία της αναδοχής, ενός θεσμού που δίνει στα παιδιά ελπίδα και αγάπη για όσο χρόνο χρειάζεται, χωρίς προϋποθέσεις. Το μήνυμα που λαμβάνουν μέσα από την ανάδοχη οικογένεια είναι ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο σκληρός, όσο φαίνεται στα παιδικά τους μάτια. Καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν γύρω τους άνθρωποι που νοιάζονται και είναι έτοιμοι να βοηθήσουν. Η αναδοχή προσφέρει στο παιδί έναν στοργικό θείο ή θεία, έναν καλό παππού ή γιαγιά. Έναν άνθρωπο που θα είναι κοντά του την δύσκολη στιγμή και θα το στηρίξει δείχνοντας προσωπικό ενδιαφέρον και φροντίδα. Το συναίσθημα ότι υπάρχει κάποιος που νοιάζεται «για μένα» είναι μια γερή βάση, για να μπορεί ένα παιδί να κάνει όνειρα. Με λίγα λόγια, η αναδοχή προσφέρει χαρά και ασφάλεια, για όσο διάστημα χρειαστεί και στοχεύει στο να διασφαλίσει την ομαλή ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού -εφήβου σε οικογενειακό περιβάλλον. Γι’ αυτό αποτελεί διαδεδομένο θεσμό σε κάθε σύγχρονη κοινωνία.
Οι συνάνθρωποί μας που επιθυμούν να προσφέρουν στα παιδιά των ιδρυμάτων, έχουν δυνατότητα να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ένα καλύτερο αύριο για εκείνα. Δεν είναι στο χέρι της κοινωνίας μας να εξασφαλίσει ότι κάθε παιδί θα ζει με τους γονείς του. Αλλά είναι στο χέρι μας – και κυρίως στην καρδιά μας – να δείξουμε ότι η αγάπη και η ανθρωπιά, στην οποία αναφερόταν ο Ντίκενς στον «Όλιβερ Τουίστ», μπορούν να δώσουν στην σκληρή ιστορία κάθε παιδιού μια ελπίδα αισιοδοξίας.
*Τάσος Χατζηβασιλείου, Βουλευτής Σερρών ΝΔ, δρ. Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας
Πηγή: https://www.iefimerida.gr/politiki/anadohi-mia-praxi-anthropias-kai-gennaiodorias