Η αναδίπλωση του κ. Ερντογάν στη θάλασσα νοτίως του Καστελλορίζου συνιστά αναμφίβολα διπλωματική νίκη της Ελλάδας. Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές σε συμμάχους και εταίρους ότι η χώρα δεν πρόκειται να δεχθεί παιχνίδια με την κυριαρχία της. Περιέγραψε ξεκάθαρα τις εθνικές κόκκινες γραμμές και έπεισε άπαντες – συμπεριλαμβανομένου του Τούρκου Προέδρου – δεν θα επιτρέψει παραβίαση. Η αποφασιστικότητα και η αυτοπεποίθηση της κυβέρνησης ωφέλησαν την εθνική υπόθεση.
Βέβαια, ο κ. Ερντογάν απέσυρε το Ορούτς Ρέις, όμως έστειλε το Μπαρμπαρός στην κυπριακή ΑΟΖ, με νέα παράνομη NAVTEX που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, για δύο λόγους: πρώτον, για να υπενθυμίσει τις παραδοσιακές διεκδικήσεις του στους υδρογονάνθρακες της περιοχής και, δεύτερον, για να μην κατηγορηθεί από τους Τούρκους εθνικιστές περί γενικότερης υπαναχώρησής του, λόγω της αναδίπλωσής του στην κρίση με την Ελλάδα.
Στον επόμενο τόνο, ο κ. Ερντογάν πιθανόν να πυκνώσει τις αναφορές του για τον λεγόμενο «άνευ όρων και προϋποθέσεων» διάλογο που επιθυμεί να έχει με την Ελλάδα, προσπαθώντας να φωτογραφίσει την Αθήνα ως υπαίτια της όποιας καθυστέρησης. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Ο δίαυλος επικοινωνίας με την Άγκυρα παραμένει – και πρέπει να παραμένει – ανοιχτός, ως χρήσιμο εργαλείο αποσυμπίεσης. Η επικοινωνία με την Τουρκία δεν σημαίνει ότι παραδινόμαστε στις διεκδικήσεις της. Εφόσον ο δίαυλος λειτουργεί αποτελεσματικά, τότε το επόμενο στάδιο είναι η επανέναρξη της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών που διεκόπησαν το 2016. Οι διερευνητικές επαφές γίνονται με συγκεκριμένη ατζέντα και στην ελληνοτουρκική περίπτωση αφορούν τη μόνη εκκρεμότητα ανάμεσα στις δύο χώρες, δηλαδή την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και στοχεύουν στην καταγραφή των θέσεων των δύο πλευρών. Στην ουσία, συμπυκνώνουν τα σημεία προσέγγισης και απόκλισης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Αυτή η βολιδοσκόπηση, όταν γίνεται με καλή πίστη και διάθεση από τα εμπλεκόμενα μέρη, μπορεί να ευδοκιμήσει και να λειτουργήσει ως πρόδρομος ενός πολιτικού διαλόγου.
Όμως, για να ξεκινήσει διάλογος, πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη και κύρια είναι η αποφυγή των προκλήσεων, καθώς ουδείς πρόκειται να συζητήσει υπό το βάρος απειλών. Να σημειωθεί ότι η παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ αυτές τις ημέρες συνιστά επίσης δριμεία πρόκληση. Δεύτερη προϋπόθεση, η απουσία εκβιαστικών προθεσμιών. Τρίτη προϋπόθεση, το θεματικό πλαίσιο: δηλαδή η συζήτηση της μοναδικής διαφοράς, όπως προαναφέρθηκε, του καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Και τέταρτη προϋπόθεση, η διεξαγωγή των συνομιλιών αυστηρά εντός του πλαισίου που ορίζει το Διεθνές Δίκαιο.
Αν αυτός ο διάλογος δεν καρποφορήσει και δεν επέλθει διμερής συμφωνία, όπως προβλέπεται και από την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, τότε θα μπορούσαν οι δύο χώρες να υπογράψουν συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη. Αυτό το συνυποσχετικό θα περιελάμβανε δύο θεμελιώδεις αρχές: την αναγνώριση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και την αποδοχή του αντικειμένου της εκδίκασης, δηλαδή των θαλασσίων ζωνών.
Στην παρούσα φάση, βρισκόμαστε ακόμα μακριά από όλα αυτά. Όμως, μία χώρα όπως η Ελλάδα δεν μπορεί να απορρίπτει τον διάλογο ως διπλωματικό εργαλείο. Αντιθέτως, η χώρα μας θεωρείται πόλος σταθερότητας και δημοκρατίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο και ως τέτοια δεν φοβάται να συνομιλεί με κανέναν. Μένει να αντιληφθεί η Τουρκία ότι διάλογος με το πιστόλι στο τράπεζι δεν νοείται.
– Ο Τάσος Χατζηβασιλείου είναι βουλευτής Σερρών της ΝΔ και Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας.